ἰσχυροποιήσει

ἰσχυροποιήσει
ἰσχυροποίησις
strengthening
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἰσχυροποιήσεϊ , ἰσχυροποίησις
strengthening
fem dat sg (epic)
ἰσχυροποίησις
strengthening
fem dat sg (attic ionic)
ἰσχυροποιέω
strengthen
aor subj act 3rd sg (epic)
ἰσχυροποιέω
strengthen
fut ind mid 2nd sg
ἰσχυροποιέω
strengthen
fut ind act 3rd sg
ἰ̱σχυροποιήσει , ἰσχυροποιέω
strengthen
futperf ind mp 2nd sg
ἰ̱σχυροποιήσει , ἰσχυροποιέω
strengthen
futperf ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ιούλιος — I Ο έβδομος μήνας του έτους, με 31 ημέρες. Ονομάστηκε Ι. προς τιμήν του Ιουλίου Καίσαρα. Προηγουμένως ονομαζόταν Quintilis, γιατί στο ημερολόγιο του Ρωμύλου και του Νουμά Πομπιλίου ήταν ο πέμπτος μήνας (αρχίζοντας από τον Μάρτιο) του έτους. Κατά… …   Dictionary of Greek

  • πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ινοκέντιος — I Όνομα δεκατριών παπών της Ρώμης. 1. I. Α’ (; – 417). Πάπας της Ρώμης (401 417). Προσπάθησε να ισχυροποιήσει το κύρος της παπικής εξουσίας και να εξασφαλίσει την αναγνώριση των πρωτείων της. Αφόρισε τους διώκτες του Ιωάννη του Χρυσοστόμου, παρά… …   Dictionary of Greek

  • Κονγκό, Λαϊκή Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό Συμβατική ονομασία: Κονγκό Κινσάσα Παλαιότερη ονομασία: Βελγικό Κονγκό (1908 60) / Ζαΐρ (1971 98) Έκταση: 2.345.410 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.861.100 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Κινσάσα (6.541.300 κάτ. το… …   Dictionary of Greek

  • Λούκιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Λ. ο στρατιώτης. Μαρτύρησε στη φωτιά. Η μνήμη του τιμάται στις 14 Αυγούστου. 2. Λ. ο βουλευτής. Καταγόταν από την Κυρήνη και μαρτύρησε επί Διοκλητιανού, με αποκεφαλισμό. Η μνήμη του τιμάται στις 20… …   Dictionary of Greek

  • Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”